τσεκάρω

τσεκάρω
βλ. τσακάρω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσεκάρω — τσεκάρω, τσέκαρα και τσεκάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσεκάρω — Ν ελέγχω και σημαδεύω ονόματα ή αριθμούς σε κατάσταση ή πίνακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. check «ελέγχω»] …   Dictionary of Greek

  • τσεκάρισμα — το, Ν [τσεκάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσεκάρω …   Dictionary of Greek

  • τσακάρω — και τσεκάρω τσακάρισα, τσακαρίστηκα, τσακαρισμένος, κάνω τσακάρισμα (βλ. λ.), ελέγχω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”